Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

BITSY'S PROMISE

It was a bright, sunny morning in Magical Wood and  Bitsy Bunny was fast asleep.  Her mama was in the kitchen baking carrot cookies and the wonderful smell of the warm cookies woke Bitsy.  She sat up, rubbed her eyes and wiggled her nose.  Something smelled good!  She wiggled her nose again.  Something smelled very good!  She jumped out of bed and ran to the kitchen.
"Mama, Mama," said Bitsy, "those cookies smell so good that they woke me up!  May I have some? Please?"
"I'm baking these cookies for Granny Bunny," Mama replied. "She's not  feeling well and I think some homemade cookies might help her feel better."
"May I take the cookies to Granny?" asked little Bitsy.
Mama thought for a moment. Magical Wood could be a dangerous place  for a little bunny all by herself. There was still so much for Bitsy to learn about the Wood.  But, Granny did not live far, and Mama and Bitsy had gone to Granny's house together lots of times.
"Bitsy, you have never visited Granny by yourself before.  There are all  kinds of dangers, so many things can happen. You must promise me that you will not stop along the way, you will not go near the clearing to pick flowers, you will not go to the creek to watch the fish and you will stay on  the trail all the way to Granny's. Do you promise?"
"Oh, yes Mama, I promise!  I will not stop along the way, I will not go to the  clearing to pick wildflowers, I will not watch the fish swimming in the creek and I will stay on the trail all the way to Granny's.  And I will call you as soon as I get to Granny's, so you won't worry!"
"Okay, then you may go to Granny's and bring her the cookies," said  Mama.
"Yipee!!" shouted Bitsy as she ran down the hall to get dressed.
After breakfast, Mama gave Bitsy a pretty yellow basket filled with the warm  carrot cookies.  Bitsy gave Mama a big hug and started off to Granny's house.
"Now remember, Bitsy, go straight to Granny's house," Mama called to  Bitsy.


Little Bitsy was so excited! Mama had never let her walk by herself to  Granny's before.
"Mama doesn't think I'm a baby anymore," thought Bitsy as she walked  along the path to Granny's house.  Bitsy was so happy that she began to skip along the path.
Well, Bitsy hadn't skipped very far when she saw the most beautiful  wildflowers in an open field.


"Oh, those flowers would make Granny feel better," Bitsy said to herself.
"I shall bring Granny a beautiful bouquet." Then, as Bitsy started toward the  field, she stopped and remembered what Mama had said: Don't pick flowers in the clearing and stay on the trail! Well, thought Bitsy, I don't want to break my promise to Mama.  She trusts me and even though I don't  understand why she won't let me pick flowers by myself, I must remember my promise, I just must! 
Just then, as she was standing on the path and looking at the flowers, a  huge hawk swooped down into the very flowers Bitsy had wanted to pick and flew away with a mouse!!
"Oh my goodness! Oh my goodness!" Bitsy exclaimed, "That poor mouse!"  Then, Bitsy realized something very important: if she had not kept her promise to Mama, the hawk might have grabbed her instead of the mouse! This made Bitsy feel scared, but she continued to Granny's house, staying  on the path, just as she had promised.
After a little while, Bitsy was no longer scared and she was again skipping  down the path with her basket of cookies.  Soon, she was able to hear the bubbling and gurgling of the creek.  And that made Bitsy suddenly feel very thirsty!
Soon, Bitsy was able to see the creek! As she was about to race off the  path, she again remembered her promise to Mama.  "Well, the creek is closer to the path than the field was, and there are certainly no hawks this  deep in the Wood," thought Bitsy.  She was watching a frog by the creek as she was trying to decide what to do.
"A promise is a very important thing," thought Bitsy.  "Mama will be so proud  of me for keeping my promises and staying on the trial.  But, maybe I could just run over for a quick sip, say hello to the frog and run right back to the trail."


When Bitsy looked back at the frog, it was gone! In its place was a great  big snake! "Oh, no!" said Bitsy.  "I hope that little frog got away!" Then Bitsy thought of something else: if she had broken her promise and gone  over to the frog, the snake might have grabbed her!  Bitsy began to tremble! As she stared at the snake, it slowly crawled away into the dense forest.
Bitsy took a deep breath and continued to Granny's house.
Bitsy was quite close to Granny's now. She couldn't wait to tell Granny  everything that had happened on this adventure over a big glass of milk and some of Mama's cookies. 
As she was hopping along, Bitsy noticed something unusual. There, near  the trail, in the middle of a pile of old brown vines and brambles, was a clump of bright green grass and flowers! Why would someone pick grass and wildflowers and then just dump them in the old brambles, Bitsy  wondered.  Maybe someone new is moving in and they're building a house!
"Hello!  Hello!" Bitsy called to the pile of grass, but no one answered.  "Maybe I should go find the door and knock." Bitsy started to leave the trail and head for the brambles, when she remembered a promise she made to Mama a long time ago: Never talk to strangers!
As Bitsy turned to hop back onto the trail, she tripped and a twig bounced  up and landed by the clump of grass and flowers. SNAP!! It had been a trap!  The top of the trap had been covered with the grass and when the  twig landed on it, the trap closed tight!  If Bitsy had been caught in the trap, would Mama have been able to find her? Bitsy's heart raced as she dashed  the rest of the way to Granny's. She hopped up the steps and knocked very hard. Granny opened the door and Bitsy leaped into her arms!
"Bitsy!  Your Mama told me you were coming!  My, you're getting to be  such a big bunny that now you can visit all by yourself!" Granny exclaimed.
Bitsy gave Granny a big kiss and the yellow basket filled with cookies.

http://www.bedtime.com/html/bitsy_s_promise.htm

 Η υπόσχεση της Μπίτσι.

Ήταν ένα λαμπερό και ηλιόλουστο πρωινό στο Μαγεμένο Δάσος και η Μπίτσι το λαγουδάκι είχε αποκοιμηθεί. Η μαμά της ήταν στην κουζίνα και έψηνε κουλουράκια καρότου και η υπέροχη μυρωδιά τους έτσι όπως ψήνονταν την ξύπνησε. Ανακάθισε, έτριψε τα ματάκια της και κούνησε τη μυτούλα της. Κάτι μύριζε πολύ ωραία! Η μυτούλα της κουνήθηκε και πάλι. Πήδηξε από το κρεβάτι της και έτρεξε στην κουζίνα.
"Μαμά, μαμά" φώναξε η Μπίτσι "αυτά τα κουλουράκια μυρίζουν τόσο ωραία που η μυρωδιά τους με ξύπνησε. Να πάρω μερικά; Σε παρακαλώ.."
" Τα κουλουράκια είναι για τη γιαγιά" απάντησε η μαμά " δεν αισθάνεται καλά και σκέφτηκα πως μερικά χειροποίητα κουλουράκια θα την κάνουν να νιώσει καλύτερα."
" Να τα πάω εγώ στη γιαγιά;" ρώτησε η Μπίτσι.
Η μαμά σκέφτηκε για μια στιγμή. Το Μαγεμένο Δάσος ήταν ένα πολύ επικίνδυνο μέρος για να τριγυρνάει ολομόναχο ένα λαγουδάκι. Η Μπίτσι είχε να μάθει πολλά ακόμη για το Δάσος. Η γιαγιά όμως δεν έμενε μακριά και η μαμά είχε πάει πολλές φορές με τη Μπίτσι  στο σπίτι της.
" Μπίτσι, δεν έχεις πάει ποτέ μόνη σου στη γιαγιά σου. Υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι, μπορεί να συμβούν πολλά. Πρέπει να μου υποσχεθείς ότι δε θα στανατήσεις πουθενά στο δρόμο σου, δε θα πλησιάσεις το ξέφωτο για να μαζέψεις λουλούδια, δε θα πας στο ρυάκι να δεις τα ψάρια κι ότι δε θα βγεις καθόλου από το δρόμο σου μέχρι να φτάσεις στο σπίτι της γιαγιάς. Το υπόσχεσαι;"
" Ναι, μαμά το υπόσχομαι! Δε θα σταματήσω πουθενά στο δρόμο,
δε θα πλησιάσω στο ξέφωτο για να μαζέψω λουλούδια, δε θα δω πως κολυμπάνε τα ψάρια στο ρυάκι και δε θα βγω από το δρόμο μου μέχρι να φτάσω στη γιαγιά. Και θα σου τηλέφωνήσω μόλις φτάσω, για να μη στεναχωριέσαι."
" Εντάξει, τότε μπορείς να πας τα κουλουράκια στη γιαγιά" είπε η μαμά.
"Γιούπι!" φώναξε η Μπίτσι και έτρεξε στο διάδρομο να πάει να ντυθεί.
Αφού φάγανε πρωινό, η μαμά έδωσε στη Μπίτσι ένα όμορφο, κίτρινο καλάθι που είχε μέσα τα ζεστά κουλουράκια καρότου. Η Μπίτσι αγκάλιασε σφιχτά τη μαμά της και ξεκίνησε για το σπίτι της γιαγιάς.
" Να θυμάσαι Μπίτσι, κατευθείαν στο σπίτι της γιαγιάς" της φώναξε η μαμά της.
Η μικρή Μπίτσι ήταν τόσο ενθουσιασμένη! Η μαμά δεν την είχε αφήσει πότε άλλοτε να πάει μόνη της στο σπίτι της γιαγιάς της.
"Η μαμά πιστεύει πως μεγάλωσα και δεν είμαι πια μωρό." σκέφτηκε η Μπίτσι ενώ προχωρούσε. Ήταν τόσο ευτυχισμένη που άρχισε να βγαίνει από το δρόμο της.
Δεν είχε προχωρήσει πολύ όταν είδε τα πιο όμορφα αγριολούλουδα σε ένα ανοιχτό λιβάδι.
"Αυτά τα λουλούδια θα έκαναν τη γιαγιά να νίωσει καλύτερα" είπε η Μπίτσι στον εαυτό της.
"Θα της πάω ένα υπέροχο μπουκέτο." Κι έτσι καθώς η Μπίτσι προχωρούσε προς το λιβάδι σταμάτησε και θυμήθηκε τι της είχε πει η μαμά της : Μη μαζέψεις λουλούδια από το ξέφωτο και μη βγεις από το δρόμο σου! Βασικά, σκέφτηκε η Μπίτσι, θέλω να τηρήσω την υπόσχεση που έδωσα στη μαμά μου. Με εμπιστεύεται και παρ' όλο που δεν καταλαβαίνω γιατί δε με αφήνει να μαζέψω λουλούδια μόνη μου, πρέπει να θυμάμαι την υπόσχεσή μου. Απλά πρέπει!"
Εκείνη τη στιγμή και ενώ στεκόταν στο μονοπάτι κοιτάζοντας τα λουλούδια, ένα τεράστιο γεράκι χίμηξε στα ίδια λουλούδια που ήθελε να μαζέψει η Μπίτσι και πέταξε μακριά κρατώντας ένα ποντίκι!
"Ω, Θεέ μου, Θεέ μου" φώναξε η Μπίτσι "το καημένο το πόντικι!"
Τότε η Μπίτσι συνειδητοποίησε κάτι πολύ σημαντικό. Αν δεν κρατούσε την υπόσχεση που είχε δώσει στη μαμά της το γεράκι μπορεί να είχε αρπάξει εκείνη αντί για το ποντίκι! Αυτή η σκέψη τρόμαξε πολύ την Μπίτσι αλλά συνέχισε το δρόμο της μένοντας στο μονοπάτι όπως είχε υποσχεθεί.
Μετά από λίγο δε φοβόταν πια και άρχισε πάλι να βγαίνει από το δρόμο της. Σύντομα μπορούσε να ακούσει τις μπουρμπουλήθρες και τους άλλους ήχους από το ρυάκι. Αυτό την έκανε να νιώσει μια ξαφνική δίψα!
Τώρα πια μπορούσε να δει το ρυάκι! Καθώς ήταν έτοιμη να βγει από το μονοπάτι, θυμήθηκε και πάλι την υπόσχεσή της. "Το ρυάκι είναι πιο κοντά στο μονοπάτι από ότι ήταν το λιβάδι και σίγουρα δεν υπάρχουν γεράκια σε αυτό το σημείο του δάσους." σκέφτηκε η Μπίτσι. Όση ώρα προσπαθούσε να αποφασίσει τι να κάνει, παρακολουθούσε ένα βάτραχο που καθόταν δίπλα στο ρυάκι.
"Η υπόσχεση είναι πολύ σημαντικό πράγμα" σκέφτηκε η Μπίτσι "η μαμά θα είναι πολύ περήφανη αν την κρατήσω και περάσω τη δοκιμασία. Ίσως όμως θα μπορούσα να τρέξω για μια μικρή γουλίτσα, να πω ένα γεια στο βάτραχο και να ξαναγυρίσω στο μονοπάτι."
Όταν η Μπίτσι ξανακοίταξε προς το βάτραχο, είχε εξαφανιστεί! Στη θέση του ήταν ένα μεγάλο φίδι! "Ω, όχι" είπε η Μπίτσι. "Ελπίζω το βατραχάκι να ξέφυγε!" Τότε σκέφτηκε κάτι ακόμη. Αν είχε αθετήσει την υπόσχεση της και πήγαινε στο βάτραχο, το φίδι μπορεί να είχε αρπάξει εκείνη! Η Μπίτσι άρχισε να τρέμει! Καθώς κοιτούσε το φίδι, το είδε να σέρνεται πίσω στο πυκνό δάσος.
Η Μπίτσι πήρε μια βαθιά ανάπνοη και συνέχισε το δρόμο της.
Ήταν πλέον κοντά στο σπίτι της γιαγιάς της. Ανυπομονούσε να της πει για την περιπέτεια της και τι είχε ακριβώς συμβεί ενώ θα έτρωγε κουλουράκια και θα έπινε γάλα.
Καθώς χοροπηδούσε παρατήρησε κάτι ασυνήθιστο. Εκεί κοντά στο μονοπάτι, ανάμεσα σε ένα σωρό από καφέ κληματαρίες και βατομουριές, υπήρχε ένας όγκος από λαμπερό πράσινο γρασίδι και λουλούδια! "Γιατί κάποιος να μάζευε γρασίδι και λουλούδια και μετά να τα πετόυσε στις ξερές βατομουριές" αναρωτήθηκε η Μπίτσι. "Μπόρει κάποιος μόλις να μετακόμισε και να φτιάχνει καινούριο σπίτι!"
"Γειά σας, γειά σας" φώναξε η Μπίτσι στο σωρό μα κάνεις δεν της απάντησε. "Ίσως να πρέπει να πάω να χτυπήσω την πόρτα τους." Η Μπίτσι άρχισε να βγαίνει από το μονοπάτι πηγαίνοντας προς τις βατομουριές όταν θημήθηκε μια υπόσχεση που είχε δώσει στη μαμά της πριν πολύ καιρό. Να μη μιλάει ποτέ σε ξένους!
Καθώς η Μπίτσι χοροπήδησε για να ξαναμπεί στο μονοπάτι, σκόνταψε και ένα κλαδι πετάχτηκε και προσγειώθηκε στο σωρό με τα κλαδιά και το γρασίδι. Κρατς! Ήταν παγίδα! Το επάνω μέρος της ήταν καλυμμένο με γρασίδι και όταν το κλαδί προσγειώθηκε πάνω της η παγίδα έκλεισε σφιχτά! Αν η Μπίτσι είχε πιαστεί στην παγίδα θα μπορούσε να τη βρει άραγε η μαμά της; Η καρδιά της Μπίτσι χτυπούσε σαν τρελή ενώ έτρεχε σε όλο τον υπόλοιπο δρόμο μέχρι το σπίτι της γιαγιάς της. Πήδηξε τα σκαλοπάτια και χτύπησε δυνατά την πόρτα της. Η γιαγιά άνοιξε την πόρτα και η Μπίτσι όρμηξε στην αγκαλιά της!
"Μπίτσι! Η μαμά σου μου είπε ότι έρχεσαι! Έγινες πια ένα μεγάλο λαγουδάκι και μπορείς να με επισκέπτεσαι μόνη σου!" αναφώνησε η γιαγιά της.
Η Μπίτσι έδωσε ένα μεγάλο φιλί στη γιαγιά της και μαζί με αυτό και το καλάθι με τα κουλουράκια.
"Γιαγιά να τηλεφωνήσω στη μαμά;" ρώτησε η Μπίτσι "της υποσχέθηκα πως θα το κάνω μόλις φτάσω για να μην ανησυχεί. Κράτησα όλες τις υποσχέσεις που της έδωσα καθώς ερχόμουν και θα ήθελα να κρατήσω κι αυτήν. Επίσης θέλω να της ζητήσω να έρθει να φάει κουλουράκια κι αυτή και να γυρίσουμε στο σπίτι μαζί. Παρ' όλο που μεγάλωσα και μπορώ να έρχομαι μόνη μου, προτιμώ να είναι και η μαμά μαζί μου."
Η γιαγιά της χαμογέλασε "είσαι ένα έξυπνο λαγουδάκι Μπίτσι. Πάμε να της τηλεφωνήσουμε αμέσως."