Κυριακή 10 Απριλίου 2011

The Three Little Pigs

Once upon a time there were three little pigs, who left their mummy and daddy to see the world. 
All summer long, they roamed through the woods and over the plains, playing games and having fun. None were happier than the three little pigs, and they easily made friends with everyone. Wherever they went, they were given a warm welcome, but as summer drew to a close, they realized that folk were drifting back to their usual jobs, and preparing for winter.

 
Autumn came and it began to rain. The three little pigs started to feel they needed a real home. Sadly they knew that the fun was over now and they must set to work like the others, or they'd be left in the cold and rain, with no roof over their heads. They talked about what to do, but each decided for himself. The laziest little pig said he'd build a straw hut.  
 "It will only take a day,' he said. The others disagreed. 


"It's too fragile," they said disapprovingly, but he refused to listen. Not quite so lazy, the second little pig went in search of planks of seasoned wood. 
  "Clunk! Clunk! Clunk!" It took him two days to nail them together. But the third little pig did not like the wooden house. 


"That's not the way to build a house!" he said. "It takes time, patience and hard work to build a house that is strong enough to stand up to wind, rain, and snow, and most of all, protect us from the wolf!" 
  The days went by, and the wisest little pig's house took shape, brick by brick. From time to time, his brothers visited him, saying with a chuckle. 
   "Why are you working so hard? Why don't you come and play?" But the stubborn bricklayer pig just said "no". 
"I shall finish my house first. It must be solid and sturdy. And then I'll come and play!" he said. "I shall not be foolish like you! For he who laughs last, laughs longest!"


 It was the wisest little pig that found the tracks of a big wolf in the neighborhood. 

The little pigs rushed home in alarm. Along came the wolf, scowling fiercely at the laziest pig's straw hut. 
"Come out!" ordered the wolf, his mouth watering. I want to speak to you!" 
"I'd rather stay where I am!" replied the little pig in a tiny voice. 
"I'll make you come out!" growled the wolf angrily, and puffing out his chest, he took a very deep breath. Then he blew with all his might, right onto the house. And all the straw the silly pig had heaped against some thin poles, fell down in the great blast. Excited by his own cleverness, the wolf did not notice that the little pig had slithered out from underneath the heap of straw, and was dashing towards his brother's wooden house. When he realized that the little pig was escaping, the wolf grew wild with rage. 


"Come back!" he roared, trying to catch the pig as he ran into the wooden house. The other little pig greeted his brother, shaking like a leaf. 


"I hope this house won't fall down! Let's lean against the door so he can't break in!" 
Outside, the wolf could hear the little pigs' words. Starving as he was, at the idea of a two course meal, he rained blows on the door. 
"Open up! Open up! I only want to speak to you!"  
  Inside, the two brothers wept in fear and did their best to hold the door fast against the blows. Then the furious wolf braced himself a new effort: he drew in a really enormous breath, and went ... WHOOOOO! The wooden house collapsed like a pack of cards. 
Luckily, the wisest little pig had been watching the scene from the window of his own brick house, and he rapidly opened the door to his fleeing brothers. And not a moment too soon, for the wolf was already hammering furiously on the door. This time, the wolf had grave doubts. This house had a much more solid air than the others. He blew once, he blew again and then for a third time. But all was in vain. For the house did not budge an inch. The three little pigs watched him and their fear began to fade. Quite exhausted by his efforts, the wolf decided to try one of his tricks. He scrambled up a nearby ladder, on to the roof to have a look at the chimney. However, the wisest little pig had seen this ploy, and he quickly said. 


"Quick! Light the fire!" With his long legs thrust down the chimney, the wolf was not sure if he should slide down the black hole. It wouldn't be easy to get in, but the sound of the little pigs' voices below only made him feel hungrier. 
"I'm dying of hunger! I'm going to try and get down." And he let himself drop. But landing was rather hot, too hot! The wolf landed in the fire, stunned by his fall. 
The flames licked his hairy coat and his tail became a flaring torch. 
"Never again! Never again will I go down a chimney" he squealed, as he tried to put out the flames in his tail. Then he ran away as fast as he could.
The three happy little pigs, dancing round and round the yard, began to sing. "Tra-la-la! Tra-la-la! The wicked black wolf will never come back...!"  


From that terrible day on, the wisest little pig's brothers set to work with a will. In less than no time, up went the two new brick houses. The wolf did return once to roam in the neighborhood, but when he caught sight of three chimneys, he remembered the terrible pain of a burnt tail, and he left for good. 
Now safe and happy, the wisest little pig called to his brothers. "No more work! Come on, let's go and play!"

http://ivyjoy.com/fables/threepigs.html


Τα τρία γουρουνάκια 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία μικρά γουρουνάκια που άφησαν τη μαμά και τον μπαμπά τους για να εξερευνήσουν τον κόσμο.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, γυρνούσαν στα δάση και στα λιβάδια παίζοντας και διασκεδάζοντας. Ήταν πολύ χαρούμενα και όπου κι αν πήγαιναν έκαναν νέους φίλους. Όλοι τους καλωσόριζαν μα καθώς το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του, οι φίλοι τους άρχισαν να επιστρέφουν στις δουλειές τους και να προετοιμάζονται για το χειμώνα. Είχε έρθει πια το φθινόπωρο και είχε αρχίσει να βρέχει. Τα τρία γουρουνάκια κατάλαβαν οτι χρειάζονταν ένα σπίτι. Δυστυχώς η ώρα της διασκέδασης είχε τελειώσει και έπρεπε να δουλέψουν όπως και οι φίλοι τους, αλλιώς θα έμεναν στο κρύο και στη βροχή χωρίς καταφύγιο. Συζήτησαν όλα μαζί για το τι θα κάνουν αλλά το καθένα πήρε διαφορετική απόφαση. Το γουρουνάκι που βαριόταν πιο πολύ από τα άλλα δύο αποφάσισε να φτιάξει ένα σπιτάκι από άχυρα.
"Θα μου πάρει μόνο μια μέρα" είπε και τα άλλα δύο διαφώνησαν.
"Θα είναι πολύ εύθραυστο" του είπαν δείχνοντας την αντίθετη γνώμη που είχαν. Το γουρουνάκι όμως δεν τους άκουσε. Το δεύτερο γουρουνάκι που δε βαριόταν τόσο πολύ όσο το πρώτο, πήγε να μαζέψει ξύλα.
Του πήρε τρεις μέρες να τα καρφώσει και στο τρίτο γουρουνάκι δεν άρεσε καθόλου το ξύλινο σπιτάκι.
"Δε φτιάχνουν έτσι σπίτι" είπε το γουρουνάκι "χρειάζεται χρόνο, υπομονή και σκληρή δουλειά για να γίνει ένα γερό σπίτι ώστε να αντέχει στον αέρα, τη βροχή, το χιόνι και πάνω από όλα να μας προστατεύει από το λύκο."
Οι μέρες πέρασαν και το σπίτι του πιο σοφού από τα τρία άρχισε να παίρνει σχήμα τούβλο το τούβλο. Τα άλλα δύο γουρουνάκια όποτε το επισκέπτονταν του έλεγαν κρυφογελώντας "Γιατί δουλεύεις τόσο σκληρά; Γιατί δεν έρχεσαι να παίξουμε;" Μα το πεισματάρικο γουρουνάκι έλεγε πάντα όχι.
"Πρώτα θα τελειώσω το σπίτι μου. Θα γίνει γερό και στερεό και μετά θα παίξω μαζί σας. Δεν είμαι ανόητο σαν εσάς, γελάει καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος."
Το σοφό γουρουνάκι είδε τις πατημασιές του λύκου στο έδαφος και τα γουρουνάκια έτρεξαν στο σπίτι τους ενώ ο λύκος τα ακολούθησε κοιτάζοντας άγρια το σπιτάκι που ήταν φτιαγμένο από άχυρα.
"Έλα έξω" πρόσταξε ο λύκος ενώ του έτρεχαν τα σάλια "θέλω να σου μιλήσω."
"Προτιμώ να μείνω εδώ" είπε το γουρουνάκι με φωνή που έτρεμε.
"Θα σε κάνω να βγεις" γρύλισε ο λύκος με οργή και πήρε μια μεγάλη αναπνοή που έκανε το στήθος του να φουσκώσει. Φύσηξε με όλη του τη δύναμη πάνω στο σπιτάκι και όλα τα άχυρα και τα ξύλινα στηρίγματα έπεσαν στο έδαφος. Ευχαριστημένος με το κατόρθωμά του ο λύκος, δεν παρατήρησε πως το γουρουνάκι γλύστρισε κάτω από τα άχυρα και άρχισε να τρέχει προς το ξύλινο σπιτάκι του αδερφού του. Μόλις το κατάλαβε γέμισε με οργή.
"Γύρνα πίσω" ούρλιαξε ενώ έτρεχε πίσω του για να το πιάσει. Το άλλο γουρουνάκι άνοιξε την πόρτα και το είδε να τρέμει.
"Ελπίζω να μην γκρεμίσει κι αυτό το σπίτι. Ας σταθούμε πίσω από την πόρτα για να μην τη ρίξει."
Έξω ο λύκος που τα άκουγε να μιλάνε και πεινασμένος όπως ήταν σκέφτηκε ότι θα έτρωγε δύο γουρουνάκια αντί για ένα και άρχισε να φυσάει και να φωνάζει.
"Ανοίξτε, ανοίξτε, θέλω μόνο να σας μιλήσω!" 
Τα γουρουνάκια μέσα έτρεμαν από το φόβο τους και έκαναν ότι μπορούσαν για να μην πέσει η πόρτα από το φύσημα του λύκου. Τότε όμως ο λύκος έκανε άλλη μια προσπάθεια και φύσηξε τόσο δυνατά που τα ξύλα από το σπιτάκι έπεσαν σαν τραπουλόχαρτα.
Το σοφότερο από τα τρία γουρουνάκια που παρακολουθούσε τη σκηνή από το παράθυρο του σπιτιού του, άνοιξε αμέσως την πόρτα όταν είδε τα αδέρφια του να τρέχουν προς τα εκεί. Την επόμενη στιγμή ο λύκος χτυπούσε με μανία την πόρτα. Αυτή τη φορά ο λύκος ανησύχησε γιατί αυτό το σπίτι ήταν πολύ γερό. Φύσηξε μία, δύο, τρεις φορές μα ήταν μάταιο. Τα γουρουνάκια όταν το είδαν αυτό άρχισαν να φοβούνται λιγότερο. Κουρασμένος από την προσπάθεια ο λύκος σκέφτηκε να βάλει σε λειτουργία κάποιο κόλπο. Βρήκε μια σκάλα, σκαρφάλωσε στη στέγη και έριξε μια ματιά στην καμινάδα. Το σοφό γουρουνάκι όμως κατάλαβε τι ήθελε να κάνει ο λύκος  και είπε γρήγορα στα αδέρφια του.
"Γρήγορα! Ανάψτε φωτιά!" Ο λύκος δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να καταφέρει να γλυστρίσει μέσα από την καμινάδα αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς μιας και οι φωνές από τα τρία γουρουνάκια τον έκαναν να πεινάει ακόμα πιο πολύ. 
"Πεθαίνω της πείνας! Θα το προσπαθήσω!" Και άφησε τον εαυτό του να γλυστρίσει. Μα η προσγείωση ήταν καυτή. Αρκετά καυτή. Ο λύκος προσγειώθηκε στη φωτιά μένοντας έκπληκτος. Η φωτιά του έκαιγε τη γούνα και η ουρά του έμοιαζε με πύρινη δάδα.
"Δε θα το ξανακάνω" ούρλιαξε "δε θα ξαναμπώ ποτέ σε καμινάδα" καθώς προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά από την ουρά του τρέχοντας όσο πιο μακριά μπορούσε.
Τα τρία γουρουνάκια, χορεύοντας γύρω γύρω άρχισαν να τραγουδάνε  "Τραλαλά, τραλαλά, δε θα δούμε το λύκο ποτέ ξανά." 
Από εκείνη τη μέρα τα γουρουνάκια έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά και πολύ γρήγορα άλλα δύο σπιτάκια φτιαγμένα από τούβλα φάνηκαν στη γειτονιά. Ο λύκος ξαναπέρασε, αλλά όταν είδε τρεις καμινάδες αντί για μία θυμήθηκε τι είχε συμβεί την τελευταία φορά και εξαφανίστηκε.
Το σοφό γουρουνάκι νιώθοντας ασφάλεια και ευτυχία πια, φώναξε στα αδερφάκια του "Φτάνει πια με τη δουλειά, πάμε να παίξουμε!"