Τρίτη 5 Απριλίου 2011

The Ugly Duckling

Once upon a time down on an old farm, lived a duck family, and Mother Duck had been sitting on a clutch of new eggs. One nice morning, the eggs hatched and out popped six chirpy ducklings. But one egg was bigger than the rest, and it didn't hatch. Mother Duck couldn't recall laying that seventh egg. How did it get there? TOCK! TOCK! The little prisoner was pecking inside his shell. 
"Did I count the eggs wrongly?" Mother Duck wondered. But before she had time to think about it, the last egg finally hatched. A strange looking duckling with gray feathers that should have been yellow gazed at a worried mother. The ducklings grew quickly, but Mother Duck had a secret worry. 


"I can't understand how this ugly duckling can be one of mine!" she said to herself, shaking her head as she looked at her last born. Well, the gray duckling certainly wasn't pretty, and since he ate far more than his brothers, he was outgrowing them. As the days went by, the poor ugly duckling became more and more unhappy. His brothers didn't want to play with him, he was so
clumsy, and all the farmyard folks simply laughed at him. He felt sad and lonely, while Mother Duck did her best to console him. 


"Poor little ugly duckling!" she would say. "Why are you so different from the others?" And the ugly duckling felt worse than ever. He secretly wept at night. He felt nobody wanted him. 
"Nobody loves me, they all tease me! Why am I different from my brothers?" 
Then one day, at sunrise, he ran away from the farmyard. He stopped at a pond and began to question all the other birds. "Do you know of any ducklings with gray feathers like mine?" But everyone shook their heads in scorn.
"We don't know anyone as ugly as you." The ugly duckling did not lose heart, however, and kept on making inquiries. He went to another pond, where a pair of large geese gave him the same answer to his question. What's more, they warned him: "Don't stay here! Go away! It's dangerous. There are men with guns around here!" The duckling was sorry he had ever left the farmyard. 


Then one day, his travels took him near an old countrywoman's cottage. Thinking he was a stray goose, she caught him.
"I'll put this in a hutch. I hope it's a female and lays plenty of eggs!" said the old woman, whose eyesight was poor. But the ugly duckling laid not a single egg. The hen kept frightening him. 
"Just wait! If you don't lay eggs, the old woman will wring your neck and pop you into the pot!" And the cat chipped in: "Hee! Hee! I hope the woman cooks you, then I can gnaw at your bones!" The poor ugly duckling was so scared that he lost his appetite, though the old woman kept stuffing him with food and grumbling: "If you won't lay eggs, at least hurry up and get plump!"
"Oh, dear me!" moaned the now terrified duckling. "I'll die of fright first! And I did so hope someone would love me!" 


Then one night, finding the hutch door ajar, he escaped. Once again he was all alone. He fled as far away as he could, and at dawn, he found himself in a thick bed of reeds. "If nobody wants me, I'll hid here forever." There was plenty a food, and the duckling began to feel a little happier, though he was lonely. One day at sunrise, he saw a flight of beautiful birds wing overhead. White, with long slender necks, yellow beaks and large wings, they were migrating south.

 
"If only I could look like them, just for a day!" said the duckling, admiringly. Winter came and the water in the reed bed froze. The poor duckling left home to seek food in the snow. He dropped exhausted to the ground, but a farmer found him and put him in his big jacket pocket. 
"I'll take him home to my children. They'll look after him. Poor thing, he's frozen!" The duckling was showered with kindly care at the farmer's house. In this way, the ugly duckling was able to survive the bitterly cold winter. 
However, by springtime, he had grown so big that the farmer decided: "I'll set him free by the pond!" That was when the duckling saw himself mirrored in the water. 


"Goodness! How I've changed! I hardly recognize myself!" The flight of swans winged north again and glided on to the pond. When the duckling saw them, he realized he was one of their kind, and soon made friends.
"We're swans like you!" they said, warmly. "Where have you been hiding?" 


 "It's a long story," replied the young swan, still astounded. Now, he swam majestically with his fellow swans. One day, he heard children on the river bank exclaim: "Look at that young swan! He's the finest of them all!"


And he almost burst with happiness.


http://kidsgen.com/fables_and_fairytales/the_ugly_duckling.htm


Το ασχημόπαπο 

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια φάρμα, ζούσε μια οικογένεια από πάπιες. Η μαμά πάπια καθόταν συνεχώς και κλωσούσε τα αυγά της. Ένα ωραίο πρωί, από τα έξι αυτά πετάχτηκαν μικρά παπάκια που τιτίβιζαν χαρωπά. Το ένα αυγό ήταν μεγαλύτερο από τα άλλα και η πάπια που θυμόταν μόνο τα έξι δεν ήξερε πως είχε βρεθεί εκεί. Τοκ Τοκ.. Ακούστηκε ένας χτύπος μέσα από το αυγό.
"Μήπως δεν τα είχα μετρήσει σωστά;" αναρωτήθηκε η μαμά πάπια. Μα πριν το καλοσκεφτεί ένα παράξενο παπάκι με γκρίζα φτερά που κανονικά θα έπρεπε να είναι κίτρινα, κοίταξε τη μαμά πάπια που ανησυχούσε με αυτό που έβλεπε. Τα παπάκια μεγάλωσαν γρήγορα μα η μαμά πάπια είχε μια κρυφή στενοχώρια.
"Δεν μπορώ να καταλάβω πως αυτό το άσχημο παπάκι μπορεί να είναι δικό μου!" σκέφτηκε κουνώντας το κεφάλι της και βλέποντας το παπάκι. Σίγουρα το γκρίζο παπάκι δεν ήταν όμορφο και μιας και έτρωγε πιο πολύ από τα αδέρφια του ήταν και πιο μεγάλο. Καθώς περνούσε ο καιρός το γκρίζο παπάκι γινόταν όλο και πιο δυστυχισμένο. Τα αδέρφια του δεν ήθελαν να παίζουν μαζί του γιατί ήταν άτσαλο και όλα τα ζώα της φάρμας γελούσαν εις βάρος του. Ένιωθε μόνο και δυστυχισμένο και η μαμά πάπια έκανε ότι μπορούσε για να το παρηγορήσει.
"Καημένο, άσχημο παπάκι" του έλεγε "γιατί είσαι τόσο διαφορετικό από τα άλλα;" Και το παπάκι ένιωθε ακόμα πιο άσχημα. Τις νύχτες έκλαιγε στα κρυφά. Πίστευε πως κανείς δεν το ήθελε.
"Κανείς δε με αγαπάει. Όλοι με κοροϊδεύουν. Γιατί είμαι διαφορετικό από τα αδέρφια μου;"
Έτσι μια μέρα, μόλις βγήκε ο ήλιος έφυγε από τη φάρμα. Σταμάτησε σε μια λιμνούλα και άρχισε να ρωτάει τα άλλα πουλιά που ήταν εκεί. "Μήπως ξέρετε άλλα παπάκια που να έχουν γκρίζα φτερά σαν τα δικά μου;" Μα τα πουλιά κούνησαν το κεφάλι τους αρνητικά.
"Δεν ξέρουμε κανένα τόσο άσχημο όσο εσύ." Το παπάκι δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε την αναζήτηση. Πήγε σε μια άλλη λιμνούλα όπου δυο πάπιες του έδωσαν την ίδια απάντηση. Μάλιστα πρόσθεσαν: " Μη μείνεις εδώ. Να φύγεις. Είναι επικίνδυνα. Υπάρχουν άνθρωποι με όπλα εδώ γύρω." Το παπάκι είχε μετανιώσει που έφυγε από τη φάρμα.
Μια μέρα βρέθηκε στο αγροτόσπιτο μιας γυναίκας. Εκείνη πιστεύοντας πως ήταν αγριόπαπια, το έπιασε και το κράτησε.
"Θα το βάλω στο κοτέτσι. Αν είναι θηλυκό θα κάνει πολλά αυγά!" Μα το παπάκι δεν έκανε κανένα αυγό. Οι κότες το τρόμαζαν συνεχώς.
"Περίμενε! Αν δεν κάνεις αυγά η γυναίκα θα σου κόψει το λαιμό και θα σε ρίξει στην κατσαρόλα!" Η γάτα συμπλήρωσε: "Χα, χα, αυτό ελπίζω να γίνει για να μου δώσει τα κόκκαλά σου!" Το παπάκι είχε τρομοκρατηθεί τόσο πολύ που είχε χάσει την όρεξή του παρ' όλο που η γυναίκα του πήγαινε συνεχώς τροφή. "Αν δεν κάνεις αυγά, τουλάχιστον φάε να παχύνεις!"
"Ω, Θεέ μου" αναστέναξε το παπάκι "θα πεθάνω από το φόβο μου. Κι έγω που ήλπιζα πως κάποιος θα με αγαπήσει.."
Έτσι ένα βράδυ, βρήκε την πόρτα από το κοτέτσι μισάνοιχτη και δραπέτευσε. Για άλλη μια φορά ήταν ολομόναχο. Έτρεξε όσο πιο μακριά μπορούσε και όταν έπεσε ο ήλιος βρέθηκε σε ένα παχύ στρώμα από καλάμια. "Αφού δε με θέλει κανείς θα κρύβομαι εδω για πάντα." Υπήρχε αρκετό φαγητό και το παπάκι είχε αρχίσει να νιώθει καλύτερα κι ας ήταν ολομόναχο.
Μια μέρα, κι ενώ έβγαινε ο ήλιος, είδε πάνω από το κεφάλι του να πετάνε κάτι πανέμορφα πουλιά. Ήταν λευκά, με μακρύ και λεπτό λαιμό, κίτρινο ράμφος και μεγάλα φτερά. Μετανάστευαν στο νότο.
Μακάρι να τους έμοιαζα, έστω και για μια μέρα!" είπε το παπάκι με θαυμασμό. Κάποτε ήρθε ο χειμώνας και το νερό της λίμνης πάγωσε. Το παπάκι άφησε το σπίτι του και άρχισε να ψάχνει για τροφή μέσα στο χιόνι. Έπεσε όμως εξαντλημένο στο έδαφος και ένας αγρότης το βρήκε και το έβαλε στην τσέπη του.
"Θα το πάω στο σπίτι, στα παιδιά μου. Αυτά θα το φροντίσουν. Το καημένο, έχει ξεπαγιάσει!" Το παπάκι βρήκε πολλή αγάπη στο σπίτι του αγρότη. Μόνο έτσι κατάφερε να επιβιώσει μέσα στον κρύο χειμώνα.
Ως την άνοιξη είχε μεγαλώσει τόσο που ο αγρότης αποφάσισε: "Θα το αφήσω ελεύθερο στη λίμνη." Και τότε το παπάκι είδε τον εαυτό του στο νερό της λίμνης.
"Μα πως άλλαξα έτσι! Δεν μπορώ να με αναγνωρίσω!" Το κοπάδι των πουλιών έφευγε και πάλι για το νότο και έκανε μια στάση στη λίμνη. Όταν τα κοίταξε συνειδητοποίησε ότι ήταν ένα από αυτά και πολύ γρήγορα γίνανε φίλοι.
"Είμαστε κύκνοι σαν κι εσένα" του είπαν φιλικά "που κρυβόσουν;"
"Είναι μεγάλη ιστορία" απάντησε ο νεαρός κύκνος που ακόμα τα είχε χαμένα. 
Τώρα πια κολυμπούσε μεγαλόπρεπα μαζί με τους άλλους κύκνους. Μια μέρα άκουσε κάποια παιδιά να λένε: "Κοιτάξτε αυτόν το νεαρό κύκνο. Είναι ο ομορφοτερος από όλους!" και παραλίγο να σκάσει από τη χαρά του..