A long time ago, a husband and wife lived happily in a cottage at the edge of a wood. But one day the wife fell ill. She could eat nothing and grew thinner and thinner. The only thing that could cure her, she believed, was a strange herb that grew in the beautiful garden next to their cottage. She begged her husband to find a way into the garden and steal some of this herb, which was called rapunzel.
Now this garden belonged to a wicked witch, who used it to grow herbs for her spells.
One day she caught the husband creeping into her garden. When he told her what he had come for the witch gave him some rapunzel, but she made him promise to give her their first-born child in return. The husband agreed, thinking that the witch would soon forget the promise. He took the rapunzel back to his wife, who felt better as soon as she had eaten it.
A year later, a baby girl was born and the witch did come and take her away. She told the couple they would be able to see their daughter in the garden behind their house. Over the years they were able to watch her grow up into a beautiful child, with long fair hair. The witch called her Rapunzel after the plant her father had come to take.
When she was twelve years old, the witch decided to lock Rapunzel up in a high tower in case she tried to run away. The tower had no door or staircase, but Rapunzel was quite happy up there as she could sit at the window watching the life of the forest and talking to the birds. Yet sometimes she would sigh, for she longed to be back in the beautiful garden where she could run and skip in the sunshine. Then she would sing to cheer herself up.
Each day, the witch came to see her, bringing fresh food. She would stand at the bottom of the tower and call out,
"Rapunzel, Rapunzel, let down your long hair."
Rapunzel, whose long golden hair was plaited, would twist it round one of the bars and drop it out of the window, and the witch would climb up it. When she left, Rapunzel would let down her golden hair again, and the witch would slide nimbly down to the ground. One day, the king's son was riding through the forest when he heard Rapunzel singing. Mystified, he rode to the tower, but could see no door, so could not understand how anyone could be there. He decided to stay and watch the tower and listen to the singing. After a while the witch came along and the prince watched her carefully. ° his amazement, as she called out,
"Rapunzel, Rapunzel, let down your long hair," a long golden plait of hair fell almost to the ground.
The prince saw the witch climb up the hair and disappear through the window, and he made up his mind he would wait until she had gone and see if he could do the same.
So after the witch had gone, he stood where the witch had been and called,
"Rapunzel, Rapunzel, let down your long hair."
When the golden plait came tumbling down, he climbed up as the witch had done and found to his astonishment the most beautiful girl he had ever seen. They talked for a long time and then the prince left, promising to come again. Rapunzel looked forward to his visits, for she had been lonely. He told her all about the world outside her tower, and they fell deeply in love.
One day Rapunzel said to the witch " Why is it when you climb up my hair you are so heavy? The handsome prince who comes is much lighter than you."
At this, the witch flew into a rage and took Rapunzel out of the tower and led her into the forest to a lonely spot and told her she must stay there without food or shelter. The witch cut off Rapunzel's hair and then hurried back to the tower with the long plait of golden hair.
That evening when the prince came by, he called out as usual,
"Rapunzel, Rapunzel, let down your long hair."
The witch, who had secured the plait of golden hair inside the window, threw it down. The prince climbed up eagerly, only to be confronted with the wicked witch. "Aha," she cackled, "so you are the visitor who has been coming to see my little Rapunzel. I will make sure you won't see her again," and she tried to scratch out his eyes.
The prince jumped out of the high window, but was not killed for he landed in a clump of thorny bushes. His face, however, was badly scratched and his eyes hurt so that he could not see, and he stumbled off blindly into the forest.
After several days of wandering and suffering, he heard a voice singing.
http://www.childrenstory.info/childrenstories/rapunzel.html
Ραπουνζέλ
Πριν πολύ πολύ καιρό, ένα ευτυχισμένο αντρόγυνο ζούσε στο σπιτάκι του που βρισκόταν στην άκρη του δάσους. Κάποια μέρα όμως η γυναίκα αρρώστησε. Δεν μπορούσε να φάει κι αδυνάτιζε όλο και πιο πολύ. Πίστευε πως το μόνο που μπορούσε να την κάνει καλά ήταν ένα παράξενο βότανο που μεγάλωνε στον πανέμορφο κήπο δίπλα από το σπίτι τους. Παρακάλεσε λοιπόν τον άντρα της να βρει ένα τρόπο να τρυπώσει στον κήπο και να κλέψει μερικές ρίζες από αυτό το βότανο που το έλεγαν ραπουνζέλ.
Αυτός ο κήπος ήταν μιας κακιάς μάγισσας κι εκεί μεγάλωνε βότανα για τα μαγικά της ξόρκια. Μια μέρα έπιασε τον άντρα να μπαίνει στον κήπο της. Όταν της είπε το λόγο, η μάγισσα του έδωσε το βότανο αλλά του ζήτησε να της υποσχεθεί πως σαν αντάλλαγμα, αυτός και η γυναίκα του θα της έδιναν το πρώτο τους παιδί. Ο άντρας δέχτηκε πιστεύοντας πως η μάγισσα θα το ξεχνούσε με τον καιρό. Πήγε λοιπόν το βότανο στη γυναίκα του κι εκείνη μόλις το έφαγε ένιωσε αμέσως καλά.
Ένα χρόνο μετά γέννησε ένα μικρό κοριτσάκι κι έτσι η μάγισσα πήγε να το πάρει. Τους είπε πως θα μπορούσαν να τη βλέπουν από τον κήπο που είχανε πίσω από το σπίτι τους. Έτσι καθώς τα χρόνια περνούσαν έβλεπαν το μωρό τους να μεγαλώνει και να γίνεται ένα όμορφο κοριτσάκι με μακριά ξανθά μαλλιά. Η μάγισσα την είχε ονομάσει Ραπουνζέλ όπως και το βότανο που είχε πάρει ο πατέρας της από τον κήπο.
Όταν έγινε δώδεκα χρονών, η μάγισσα αποφάσισε να κλειδώσει τη Ραπουνζέλ σε έναν ψηλό πύργο ώστε να μην μπορεί να φύγει ποτέ.
Ο πύργος δεν είχε πόρτα, ούτε και σκάλες αλλά η Ραπουνζέλ ήταν ευτυχισμένη εκεί βλέποντας από το παράθυρό της, τη ζωή στο δάσος και μιλώντας στα πουλιά. Κάποιες φορές όμως αναστέναζε γιατί της έλειπε ο ομόρφος κήπος όπου μπορούσε να τρέξει και να χοροπηδήσει στο φως του ήλίου. Για να νιώσει καλύτερα λοιπόν άρχιζε να τραγουδάει.
Κάθε μέρα η μάγισσα πήγαινε να τη δει. Της πήγαινε και φαγητό. Στεκόταν λοιπόν δίπλα στον πύργο και φώναζε.
"Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ, ρίξε τα μακριά μαλλιά σου."
Τα μακριά, χρυσαφένια μαλλιά της Ραπουνζέλ ήταν πλεγμένα κι έτσι τα τύλιγε σε μία μπάρα και τα έριχνε από το παράθυρο για να ανέβει η μάγισσα. Όταν η μάγισσα ήθελε να φύγει, με τον ίδιο τρόπο η Ραπουνζέλ έριχνε πάλι τα μαλλιά της από το παράθυρο και η μάγισσα γλυστρούσε με ευκολία μέχρι το έδαφος.
Μια μέρα ο γιος του βασιλιά έκανε βόλτα στο δάσος με το άλογό του όταν άκουσε τη Ραπουνζέλ να τραγουδάει. Μαγεμένος πήγε προς τον πύργο αλλά δεν είδε πουθενά πόρτα και δεν μπορούσε να καταλάβει πως κάποιος μπορούσε να βρίσκεται εκεί πάνω. Αποφάσισε να κάτσει να ακούσει το τραγούδι βλέποντας τον πύργο. Μετά από λίγο ήρθε η μάγισσα και ο πρίγκηπας την παρακολούθησε προσεχτικά. Ξαφνιάστηκε όταν την άκουσε να φωνάζει.
"Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ, ρίξε τα μακριά μαλλιά σου." Μια μακριά πλεξούδα φάνηκε από το παράθυρο η οποία έφτανε ως το έδαφος.
Ο πρίγκηπας είδε τη μάγισσα να σκαρφαλώνει πάνω στην πλεξούδα και μετά να χάνεται πίσω από το παράθυρο και αποφάσισε να την περιμένει να φύγει ώστε να κάνει κι εκείνος το ίδιο.
Έτσι όταν έφυγε η μάγισσα, στάθηκε εκεί που είχε σταθεί και φώναξε.
"Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ, ρίξε τα μακριά μαλλιά σου."
Όταν η χρυσαφένια πλεξούδα άρχισε να ξετυλίγεται, σκαρφάλωσε και προς μεγάλη του έκπληξη είδε το ομορφότερο κορίτσι που είχε δει στη ζωή του. Μιλήσανε αρκετή ώρα και ο πρίγκηπας της υποσχέθηκε πως θα πήγαινε να τη δει ξανά. Η Ραπουνζέλ ανυπομονούσε γιατί ένιωθε πολύ μοναξιά. Της μίλησε για τη ζωή έξω από τον πύργο και ερωτευτήκανε βαθιά ο ένας τον άλλο.
Μια μέρα η Ραπουνζέλ ρώτησε τη μάγισσα. "Γιατί είσαι τόσο βαριά όταν σκαρφαλώνεις; Ο όμορφος πρίγκηπας που έρχεται είναι πολύ πιο ελαφρύς από εσένα." Η μάγισσα μόλις το άκουσε αυτό γέμισε με οργή και πήρε τη Ραπουνζέλ και την οδήγησε σε ένα απόμερο μέρος μέσα στο δάσος και της είπε πως πρέπει να μείνει εκεί χωρίς φαγητό και στέγη. Της έκοψε τη μακριά πλεξούδα και επέστρεψε στον πύργο.
Εκείνο το βράδυ όταν έφτασε ο πρίγκηπας στον πύργο φώναξε όπως έκανε και τα υπόλοιπα βράδια.
"Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ, ρίξε τα μακριά μαλλιά σου."Η μάγισσα είχε δέσει τη μια άκρη της πλεξούδας και άφησε την άλλη να ξετυλιχτεί από το παράθυρο. Ο πρίγκηπας σκαρφάλωσε με ανυπομονησία μόνο και μόνο για να βρεθεί μπροστά στη μάγισσα. "Ώστε έτσι!" φώναξε "εσύ είσαι αυτός που ερχόταν κι έβλεπε τη μικρή μου τη Ραπουνζέλ. Να είσαι σίγουρος πως δε θα την ξαναδείς." Και προσπάθησε να του βγάλει τα μάτια.
Ο πρίγκηπας πήδηξε από το παράθυρο αλλά ευτυχώς προσγειώθηκε σε κάτι θάμνους και δε σκοτώθηκε. Το πρόσωπό του όμως είχε γεμίσει γρατζουνιές και τα μάτια του πονούσαν τόσο πολύ που δεν μπορούσε να δει κι έτσι περιφερόταν σαν τυφλός μέσα στο δάσος.
Μετά από άρκετες μέρες ταλαιπωρίας, άκουσε μια φωνή να τραγουδάει. Την ακολούθησε. Όταν έφτασε πιο κοντά κατάλαβε πως ήταν η Ραπουνζέλ που τραγουδούσε ενώ προσπαθούσε να φτιάξει ένα σπίτι για να έχει κάπου να μένει. Ο πρίγκηπας έτρεξε προς το μέρος της, φώναξε το όνομα της κι εκείνη πήγε κοντά του και τον φίλησε. Μόλις το έκανε αυτό τα μάτια του γιατρεύτηκαν και μπορούσε να δει και πάλι.
Ο πρίγκηπας πήγε τη Ραπουνζέλ στο παλάτι του πατέρα του όπου του είπε τι είχε συμβεί. Η Ραπουνζέλ ξαναβρέθηκε με τους γονείς της οι οποίοι ήταν πολύ χαρούμενοι που ξαναέβλεπαν την κόρη τους. Επίσης βγήκε και μία απόφαση που απαγόρευε στη μάγισσα να πλησιάσει το βασίλειο. Μετά, σειρά είχε ένας μεγάλος γάμος. Η Ραπουνζέλ παντρεύτηκε τον πρίγκηπα και ζήσανε μαζί πολλά χρόνια. Όσο για τη μάγισσα, δεν την ξαναείδε ποτέ κανείς. |