Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

THE LAKE OF MONSTERS

Once upon a time, in a little village near Brussels called Tervuren, there was a big park and in the middle of the park there was an enormous wood and in that wood, there was a dark and gloomy/sinister lake and in that lake there lived a Monster called M.
M had eaten all the other monsters who used to live in the lake and all the children who used to go near the side of the lake and so/for that reason, he had an enormous round tummy. It was so big that when the monster moved, it scraped along the bottom of the lake/ground and so that he could move better, he had to hold on to the branches of the trees around the lake and they were all broken and almost touching the water.
M the Monster was hungry; there was no more to eat; he had eaten all the monsters and the children didn't go near the side of the lake anymore because they were scared. 
Until one day, near the lake, a group of children were playing football and one little boy kicked the ball so hard that it landed/stopped near one corner of the lake.
M, who was getting more and more hungry every day, looked at the round thing near the corner of the lake and thought: I could eat that. So he went to the corner, his tummy scraping along the ground and holding on to the branches of the trees and with one gulp/in one go/in one mouthful he swallowed the ball.
So the monsters and the children who were inside his tummy began to play a game of football and one monster kicked the ball so hard that it exploded/blew up. All the air inside the ball began to escape and the monster's tummy began to get bigger and bigger until it too exploded.
So all the monsters came out of the monster's tummy and all the children went running home to tell their parents "we're here at last" and to tell them everything that had happened.
M's tummy was not big and round anymore and it didn't touch the ground and he was thin.
He could walk without holding/grabbing on to the branches of the trees, but most of all he had friends.
There were more monsters in the lake and he could play with them.
So M thought "I'm not going to eat any more monsters or children.
And from that moment on, M only ate fruit from the trees near the lake
and when children went near the side of the lake, M gave them rides on his enormous tail.
                                                       And they all lived happily ever after.

http://www.molwick.com/en/stories/020-stories-for-kids.html#texto                                                       Η λίμνη των τεράτων

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό των Βρυξελλών που ονομαζόταν Τερβούρεν, υπήρχε ένα μεγάλο πάρκο και στη μέση του πάρκου υπήρχε ένα πελώριο δάσος με μια σκοτεινή και απειλητική λίμνη. Σε αυτή τη λίμνη ζούσε ένα τέρας που το έλεγαν Μι.
Ο Μι είχε φάει όλα τα υπόλοιπα τέρατα που ζούσανε εκεί όπως και όλα τα παιδιά που συνήθιζαν να πηγαίνουν κοντά στη λίμνη και γι' αυτό το λόγο είχε μία πελώρια, στρογγυλή κοιλιά. Ήταν τόσο μεγάλη, που κάθε φορά που ο Μι περπατούσε, η κοιλιά του σερνόταν στον πάτο της λίμνης. Έτσι για να μπορεί να μετακινείται καλύτερα, πιανόταν από τα κλαδιά των δέντρων που βρίσκονταν γύρω από τη λίμνη, τα οποία είχανε σπάσει και σχεδόν άγγιζαν το νερό.
Ο Μι ήταν πεινασμένος, δεν υπήρχε κάτι για να φάει αφού είχε ήδη φάει όλα τα υπόλοιπα τέρατα και τα παιδιά δεν πλησίαζαν πια τη λίμνη επειδή ήταν πολύ φοβισμένα.
Μέχρι που μια μέρα, μια παρέα παιδιών βρέθηκε κοντά στη λίμνη να παίζει ποδόσφαιρο. Κάποιο παιδί κλώτσησε την μπάλα τόσο δυνατά που κύλησε και σταμάτησε στην άκρη της λίμνης.
Ο Μι, που πεινούσε όλο και πιο πολύ καθώς οι μέρες περνούσαν, είδε αυτό το στρογγυλό πράγμα στην άκρη της λίμνης και σκέφτηκε να το φάει. Το πλησίασε, κι ενώ η κοιλιά του σερνόταν στον πάτο της λίμνης, πιάστηκε από τα κλαδιά των δέντρων, και με μια χαψιά, με μια κίνηση, με μια βουκιά, κατάπιε την μπάλα.
Τα τέρατα και τα παιδιά που βρίσκονταν στην κοιλιά του Μι άρχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο. Ένα τέρας την κλώτσησε τόσο δυνατά, που έσκασε. Ο αέρας που είχε μέσα η μπάλα άρχισε να δραπετεύει και έκανε την κοιλιά του Μι να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, μέχρι που έσκασε κι εκείνη.
Έτσι, τα τέρατα βγήκανε από την κοιλιά του Μι και τα παιδιά έτρεξαν στα σπίτια τους και στους γονείς τους για να τους πούνε με ανυπομονησία ότι κατάφεραν επιτέλους να γυρίσουν πίσω και να τους διηγηθούνε τι είχε συμβεί.
Η κοιλιά του Μι δεν ήταν μεγάλη και στρογγυλή πλέον, ούτε ακουμπούσε τον πάτο της λίμνης. Και ο Μι ήταν αδύνατος. Μπορούσε να περπατάει χωρίς να πιάνεται από τα κλαδιά των δέντρων, μα πάνω απ' όλα είχε φίλους.
Υπήρχαν κι άλλα τέρατα στη λίμνη και μπορούσε να παίξει μαζί τους. Κι έτσι ο Μι αποφάσισε οτι δε θα ξαναέτρωγε ποτέ πια τέρατα ή παιδιά.
Από τότε ο Μι έτρωγε μόνο φρούτα από τα δέντρα της λίμνης και όταν τα παιδιά πλησίαζαν τη λίμνη, τα έκανε βόλτα πάνω στην πελώρια ουρά του.
Κι έτσι, ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.



Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

THE SUN, THE CLOUDS AND THE STARS By Caroline Sedgwick

Once upon a time, in a land far, far away, there was a country where it was always raining, raining and raining; downpours of rain all day, every day, for years and years and years. And there lived a little boy, in a little house on the mountain, with his Daddy and his dog.
He was nine years old and every day of his life, it had rained and rained, all day and all night.
Can you imagine it always raining and always being wet?
People were always telling him that, before he was born, there had been such a thing as a sun; this was a big, round, yellow thing, which gave warmth and light to everything and everybody and it always had a smile on its big, round, yellow face. And to see that smile on the sun, people would look at it and smile back at it.
The little boy could not seem to picture the idea of a big, round, yellow, smiling face, as he had never seen one. And he couldn't believe that people could look at it and smile, because in his little village, nobody smiled; they all looked sad.
One day, the people began to comment that the skies seemed a little lighter. It was still raining and the black clouds were still there, hanging in the skies, but it did seem lighter.
The following day, people began to comment more, that it seemed to have rained less. The next day, it only rained for half the day. The next, it only drizzled and trickled. The next day, it stopped raining.
The following day, there were white clouds and not black ones. Next, there were bits of blue sky. Until suddenly, there were no clouds at all and a big, round, yellow thing sat heavily in the sky, giving warmth and light to everybody. And the people looked up at this thing and they smiled to see it because it had a big, beaming smile on its face.
 And the little boy sat up in bed and saw a thing he had heard in stories: a big, round, yellow thing up in the sky, with a smile on its face. "That must be the sun!", exclaimed the little boy, smiling back. And he ran into the streets and saw that everyone else was smiling.
And they all lived happily ever after.

http://www.molwick.com/en/stories/030-spring-story.html#texto
 Ο ήλιος, τα σύννεφα και τα αστέρια


 Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μέρος πολύ πολύ μακρινό, υπήρχε μία χώρα που έβρεχε, κι έβρεχε κι όλο έβρεχε, κάθε μέρα, όλη τη μέρα, και τα χρόνια περνούσαν και περνούσαν. Εκεί λοιπόν, έμενε ένα μικρό αγόρι, σε ένα μικρό σπίτι στο βουνό, με το μπαμπά και το σκυλάκι του.
Ήταν εννιά χρονών και όσα χρόνια ζούσε πάντα έβρεχε, μέρα και νύχτα.
Μπορείτε να φανταστείτε να βρέχει ασταμάτητα κι εσείς να είσαστε συνεχώς βρεγμένοι;
Οι άνθρωποι του έλεγαν από πάντα, πως πριν γεννηθεί υπήρχε κάτι που ονομαζόταν ήλιος. Ήταν ένα μεγάλο, στρογγυλό, κίτρινο πράγμα που ζέσταινε και φώτιζε τους πάντες και τα πάντα και είχε πάντα ένα χαμόγελο στο μεγάλο, στρογγυλό, κίτρινο πρόσωπό του. Κι όταν οι άνθρωποι το έβλεπαν, χαμογελούσαν κι εκείνοι.
Το αγόρι  όμως δεν μπορούσε να φανταστεί την εικόνα ενός μεγάλου, στρογγυλού, κίτρινου, χαμογελαστού προσώπου επειδή δεν το είχε δει ποτέ. Ούτε μπορούσε να πιστέψει πως οι άνθρωποι το έβλεπαν και χαμογελούσαν επειδή σε αυτό το μικρό χωριό, κανείς δε χαμογελούσε, όλοι ήταν λυπημένοι.
Κάποια μέρα, οι άνθρωποι άρχισαν να λένε πως ο ουρανός έμοιαζε να ανοίγει. Εξακολουθούσε να βρέχει, τα μαύρα σύννεφα να είναι ακόμα στον ουρανό, μα παρ' όλα αυτά ο ουρανός ήταν πιο φωτεινός.
Την επόμενη μέρα οι άνθρωποι άρχισαν να λένε πως έβρεχε λιγότερο. Τη μεθεπόμενη, έβρεχε μόνο τη μισή μέρα και μετά μόνο ψιχάλιζε μικρές μικρές σταγόνες. Ώσπου την τελευταία μέρα σταμάτησε να βρέχει.
Μια μέρα μετά έβλεπες μόνο άσπρα σύννεφα και καννένα μαύρο. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος. Και ξαφνικά δεν υπήρχαν καθόλου σύννεφα κι ένα μεγάλο, στρόγγυλο, κίτρινο πράγμα έκατσε βαρύ βαρύ πάνω στον ουρανό και ζέσταινε και φώτιζε τους πάντες και τα πάντα. Και οι άνθρωποι το κοίταζαν και χαμογελούσαν επειδή είχε ένα μεγάλο και λαμπερό χαμόγελο στο πρόσωπό του.
Και το μικρό αγόρι έκατσε στο κρεβάτι του και και είδε αυτό για το οποίο είχε ακούσει τόσες ιστορίες. Το μεγάλο, στρόγγυλο, κίτρινο πράγμα στον ουρανό με το μεγάλο χαμόγελό του. "Αυτός πρέπει να είναι ο ήλιος! "  φώναξε το μικρό αγόρι χαμογελώντας και βγήκε τρέχοντας στους δρόμους και τους είδε όλους να χαμογελούν.
Κι έτσι, ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.