Once upon a time, in a little village near Brussels called Tervuren, there was a big park and in the middle of the park there was an enormous wood and in that wood, there was a dark and gloomy/sinister lake and in that lake there lived a Monster called M.
M had eaten all the other monsters who used to live in the lake and all the children who used to go near the side of the lake and so/for that reason, he had an enormous round tummy. It was so big that when the monster moved, it scraped along the bottom of the lake/ground and so that he could move better, he had to hold on to the branches of the trees around the lake and they were all broken and almost touching the water.
M the Monster was hungry; there was no more to eat; he had eaten all the monsters and the children didn't go near the side of the lake anymore because they were scared.
Until one day, near the lake, a group of children were playing football and one little boy kicked the ball so hard that it landed/stopped near one corner of the lake.
M, who was getting more and more hungry every day, looked at the round thing near the corner of the lake and thought: I could eat that. So he went to the corner, his tummy scraping along the ground and holding on to the branches of the trees and with one gulp/in one go/in one mouthful he swallowed the ball.
So the monsters and the children who were inside his tummy began to play a game of football and one monster kicked the ball so hard that it exploded/blew up. All the air inside the ball began to escape and the monster's tummy began to get bigger and bigger until it too exploded.
So all the monsters came out of the monster's tummy and all the children went running home to tell their parents "we're here at last" and to tell them everything that had happened.
M's tummy was not big and round anymore and it didn't touch the ground and he was thin.
He could walk without holding/grabbing on to the branches of the trees, but most of all he had friends.
He could walk without holding/grabbing on to the branches of the trees, but most of all he had friends.
There were more monsters in the lake and he could play with them.
So M thought "I'm not going to eat any more monsters or children.
So M thought "I'm not going to eat any more monsters or children.
And from that moment on, M only ate fruit from the trees near the lake
and when children went near the side of the lake, M gave them rides on his enormous tail.
And they all lived happily ever after.and when children went near the side of the lake, M gave them rides on his enormous tail.
http://www.molwick.com/en/stories/020-stories-for-kids.html#texto Η λίμνη των τεράτων
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό των Βρυξελλών που ονομαζόταν Τερβούρεν, υπήρχε ένα μεγάλο πάρκο και στη μέση του πάρκου υπήρχε ένα πελώριο δάσος με μια σκοτεινή και απειλητική λίμνη. Σε αυτή τη λίμνη ζούσε ένα τέρας που το έλεγαν Μι.
Ο Μι είχε φάει όλα τα υπόλοιπα τέρατα που ζούσανε εκεί όπως και όλα τα παιδιά που συνήθιζαν να πηγαίνουν κοντά στη λίμνη και γι' αυτό το λόγο είχε μία πελώρια, στρογγυλή κοιλιά. Ήταν τόσο μεγάλη, που κάθε φορά που ο Μι περπατούσε, η κοιλιά του σερνόταν στον πάτο της λίμνης. Έτσι για να μπορεί να μετακινείται καλύτερα, πιανόταν από τα κλαδιά των δέντρων που βρίσκονταν γύρω από τη λίμνη, τα οποία είχανε σπάσει και σχεδόν άγγιζαν το νερό.
Ο Μι ήταν πεινασμένος, δεν υπήρχε κάτι για να φάει αφού είχε ήδη φάει όλα τα υπόλοιπα τέρατα και τα παιδιά δεν πλησίαζαν πια τη λίμνη επειδή ήταν πολύ φοβισμένα.
Μέχρι που μια μέρα, μια παρέα παιδιών βρέθηκε κοντά στη λίμνη να παίζει ποδόσφαιρο. Κάποιο παιδί κλώτσησε την μπάλα τόσο δυνατά που κύλησε και σταμάτησε στην άκρη της λίμνης.
Ο Μι, που πεινούσε όλο και πιο πολύ καθώς οι μέρες περνούσαν, είδε αυτό το στρογγυλό πράγμα στην άκρη της λίμνης και σκέφτηκε να το φάει. Το πλησίασε, κι ενώ η κοιλιά του σερνόταν στον πάτο της λίμνης, πιάστηκε από τα κλαδιά των δέντρων, και με μια χαψιά, με μια κίνηση, με μια βουκιά, κατάπιε την μπάλα.
Τα τέρατα και τα παιδιά που βρίσκονταν στην κοιλιά του Μι άρχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο. Ένα τέρας την κλώτσησε τόσο δυνατά, που έσκασε. Ο αέρας που είχε μέσα η μπάλα άρχισε να δραπετεύει και έκανε την κοιλιά του Μι να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, μέχρι που έσκασε κι εκείνη.
Έτσι, τα τέρατα βγήκανε από την κοιλιά του Μι και τα παιδιά έτρεξαν στα σπίτια τους και στους γονείς τους για να τους πούνε με ανυπομονησία ότι κατάφεραν επιτέλους να γυρίσουν πίσω και να τους διηγηθούνε τι είχε συμβεί.
Η κοιλιά του Μι δεν ήταν μεγάλη και στρογγυλή πλέον, ούτε ακουμπούσε τον πάτο της λίμνης. Και ο Μι ήταν αδύνατος. Μπορούσε να περπατάει χωρίς να πιάνεται από τα κλαδιά των δέντρων, μα πάνω απ' όλα είχε φίλους.
Υπήρχαν κι άλλα τέρατα στη λίμνη και μπορούσε να παίξει μαζί τους. Κι έτσι ο Μι αποφάσισε οτι δε θα ξαναέτρωγε ποτέ πια τέρατα ή παιδιά.
Από τότε ο Μι έτρωγε μόνο φρούτα από τα δέντρα της λίμνης και όταν τα παιδιά πλησίαζαν τη λίμνη, τα έκανε βόλτα πάνω στην πελώρια ουρά του.
Κι έτσι, ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου