Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

The Little Match-Seller

 It was terribly cold and nearly dark on the last evening of the old year, and the snow was falling fast. In the cold and the darkness, a poor little girl, with bare head and naked feet, roamed through the streets.


  It is true she had on a pair of slippers when she left home, but they were not of much use. They were very large, so large, indeed, that they had belonged to her mother, and the poor little creature had lost them in running across the street to avoid two carriages that were rolling along at a terrible rate. One of the slippers she could not find, and a boy seized upon the other and ran away with it, saying that he could use it as a cradle, when he had children of his own. So the little girl went on with her little naked feet, which were quite red and blue with the cold. 

  In an old apron she carried a number of matches, and had a bundle of them in her hands. No one had bought anything of her the whole day, nor had any one given here even a penny. Shivering with cold and hunger, she crept along; poor little child, she looked the picture of misery. The snowflakes fell on her long, fair hair, which hung in curls on her shoulders, but she regarded them not. 


 Lights were shining from every window, and there was a savory smell of roast goose, for it was New-year's eve - yes, she remembered that. In a corner, between two houses, one of which projected beyond the other, she sank down and huddled herself together. She had drawn her little feet under her, but she could not keep off the cold; and she dared not go home, for she had sold no matches, and could not take home even a penny of money. Her father would certainly beat her; besides, it was almost as cold at home as here, for they had only the roof to cover them, through which the wind howled, although the largest holes had been stopped up with straw and rags. 


 Her little hands were almost frozen with the cold. Ah! perhaps a burning match might be some good, if she could draw it from the bundle and strike it against the wall, just to warm her fingers. 

   She drew one out - "scratch!" how it sputtered as it burnt! It gave a warm, bright light, like a little candle, as she held her hand over it. It was really a wonderful light. It seemed to the little girl that she was sitting by a large iron stove, with polished brass feet and a brass ornament. How the fire burned! and seemed so beautifully warm that the child stretched out her feet as if to warm them, when, lo! the flame of the match went out, the stove vanished, and she had only the remains of the half-burnt match in her hand. 


 She rubbed another match on the wall. It burst into a flame, and where its light fell upon the wall it became as transparent as a veil, and she could see into the room. The table was covered with a snowy white table-cloth, on which stood a splendid dinner service, and a steaming roast goose, stuffed with apples and dried plums. And what was still more wonderful, the goose jumped down from the dish and waddled across the floor, with a knife and fork in its breast, to the little girl. Then the match went out, and there remained nothing but the thick, damp, cold wall before her.


 She lighted another match, and then she found herself sitting under a beautiful Christmas-tree. It was larger and more beautifully decorated than the one which she had seen through the glass door at the rich merchant's. Thousands of tapers were burning upon the green branches, and colored pictures, like those she had seen in the show-windows, looked down upon it all. The little one stretched out her hand towards them, and the match went out.



 The Christmas lights rose higher and higher, till they looked to her like the stars in the sky. Then she saw a star fall, leaving behind it a bright streak of fire. "Some one is dying," thought the little girl, for her old grandmother, the only one who had ever loved her, and who was now dead, had told her that when a star falls, a soul was going up to God. 


 She again rubbed a match on the wall, and the light shone round her; in the brightness stood her old grandmother, clear and shining, yet mild and loving in her appearance.

     "Grandmother," cried the little one, "O take me with you; I know you will go away when the match burns out; you will vanish like the warm stove, the roast goose, and the large, glorious Christmas-tree." 
     And she made haste to light the whole bundle of matches, for she wished to keep her grandmother there. And the matches glowed with a light that was brighter than the noon-day, and her grandmother had never appeared so large or so beautiful. She took the little girl in her arms, and they both flew upwards in brightness and joy far above the earth, where there was neither cold nor hunger nor pain, for they were with God. 
   In the dawn of morning there lay the poor little one, with pale cheeks and smiling mouth, leaning against the wall; she had been frozen to death on the last evening of the year; and the New-year's sun rose and shone upon a little corpse! The child still sat, in the stiffness of death, holding the matches in her hand, one bundle of which was burnt. 

 "She tried to warm herself," said some.     
No one imagined what beautiful things she had seen, nor into what glory she had entered with her grandmother, on New-year's day. 

http://www.eastoftheweb.com/short-stories/UBooks/LitMat.shtml


H μικρούλα με τα σπίρτα.

Έκανε τρομερό κρύο και είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του χρόνου και το χιόνι έπεφτε πυκνό. Μέσα στο κρύο και το σκοτάδι, ένα μικρό φτωχό κοριτσάκι, χωρίς καπέλο και ξυπόλητο, τριγυρνούσε στους δρόμους. Όταν έφυγε από το σπίτι της φορούσε παντόφλες αλλά τι να το κάνεις.. Της ήταν μεγάλες. Ήταν της μητέρας της. Μάλιστα ήταν τόσο μεγάλες που της έχασε τρέχοντας οταν προσπάθησε να αποφύγει δύο άμαξες που κατευθύνονταν κατά πάνω της με ορμή. Τη μία δεν μπόρεσε να τη βρει και την άλλη της την πήρε ένα αγοράκι και έτρεξε μακριά φωνάζοντάς της πως θα την κρατούσε για να την κάνει έλκυθρο για τα παιδιά του. Έτσι το μικρό κοριτσάκι συνέχισε να περπατάει ξυπόλητο στα χιόνια με τα ποδαράκια του να γίνονται κόκκινα και μελανά από το κρύο.
Μέσα στην παλιά ποδιά της κουβαλούσε μερικά σπίρτα και κρατούσε στο χεράκι της άλλο ένα μάτσο. Κανείς δεν είχε αγοράσει κανένα όλη τη μέρα και δεν της είχε δώσει ούτε μια δεκάρα. Τρέμοντας από το κρύο και την πείνα συνέχισε να σέρνεται. Το καημένο το κοριτσάκι, ήταν τόσο δυστιχισμένο. Το χιόνι έπεφτε στα μακριά ξανθά μαλλιά της που κατέληγαν σε μπούκλες πάνω στους ώμους της, μα αυτό ήταν κάτι που δεν την απασχολούσε καθόλου.
Φώτα έφεγγαν σε όλα τα παράθυρα και παντού μύριζε ψητή χήνα μιας και ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς. Θυμόταν τι μέρα ήταν. Σε μια γωνία, μεταξύ δύο σπιτιών που το ένα βρισκόταν λίγο πιο μέσα από το άλλο, έκατσε στο έδαφος και κουλουριάστηκε. Μάζεψε όσο μπορούσε τα ποδαράκια της αλλά ένιωθε ακόμα το κρύο. Δεν τολμούσε να πάει σπίτι γιατί δεν είχε πουλήσει καθόλου σπίρτα και δεν είχε μαζέψει λεφτά. Ο πατέρας της σίγουρα θα την έδερνε, άσε που και εκεί δε θα είχε λιγότερο κρύο. Μπορεί να είχαν στέγη αλλά ο αέρας ούρλιαζε καθως περνούσε από τις τρύπες που είχαν πρόχειρα καλύψει με άχυρο και κουρέλια.
Τα χεράκια της είχαν παγώσει από το κρύο. Ίσως αν άναβε ένα σπίρτο να βοηθούσε. Αν βέβαια κατάφερνε να πάρει ένα από το μάτσο που κρατούσε για να το τρίψει στον τοίχο να ανάψει και να ζεστάνει τα δαχτυλάκια της.
Τράβηξε λοιπόν ένα, το άναψε και ω, πως σπινθίριζε καθώς καιγόταν! Έδινε ένα ζεστό, λαμπερό φως, όπως ένα μικρό κεράκι καθώς κρατούσε το χεράκι της από πάνω του. Ήταν πραγματικά υπέροχο. Της φαινόταν λες και καθόταν μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια σόμπα με γυαλισμένα μπρούτζινα πόδια που είχε και ένα μπρούτζινο διακοσμητικό. Τι ωραία που έκαιγε η φωτιά! Και ένιωσε τόση ζέστη που η μικρούλα άπλωσε τα ποδαράκια της να τα ζεστάνει και τότε το σπίρτο έσβησε. Η σόμπα εξαφανίστηκε. Το μόνο που της είχε απομείνει ήταν το καμμένο σπίρτο στο χεράκι της.
Έτριψε άλλο ένα σπίρτο στον τοίχο. Το φως της φλόγας ενώ άναβε, έπεσε στον τοίχο σαν να ήταν ένα διάφανο πέπλο κι έτσι μπορούσε να δει μέσα στο δωμάτιο. Στο τραπέζι υπήρχε ένα ολόλευκο σαν το χιόνι τραπεζομάντηλο, γεμάτο με πιάτα και μαχαιροπήρουνα και μια ψητή χήνα με γέμιση από μήλα και ξερά δαμάσκηνα. Κι αυτό που ήταν ακόμα πιο ωραίο ήταν που είδε τη χήνα να πηδάει από το τραπέζι και να πηγαίνει προς το μέρος της με ένα μαχαίρι και ένα πηρούνι καρφωμένα στο στήθος της. Τότε το σπίρτο έσβησε και το μόνο που έμεινε μπροστά της ήταν ο χοντρός, βρεγμένος και κρύος τοίχος.
Άναψε κι άλλο σπίρτο και είδε τον εαυτό της να κάθεται κάτω από ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήταν πιο μεγάλο και πιο ωραία διακοσμημένο από εκείνο που ειχε δει μέσα από το τζάμι του πλούσιου εμπόρου. Χιλιάδες κεράκια έκαιγαν πάνω στα πράσινα κλαδιά του όπως και χρωματιστές εικόνες, σαν αυτές που είχε δει στα μαγαζιά. Μόλις όμως η μικρούλα άπλωσε το χεράκι της το σπίρτο έσβησε.
Τα φωτάκια γύρω έλαμπαν όλο και πιο πολύ μέχρι που της φάνηκαν σαν αστέρια στον ουρανό. Τότε είδε ένα αστέρι να πέφτει αφήνοντας πίσω του μια γραμμή από φωτιά. "Κάποιος πεθαίνει" σκέφτηκε η μικρούλα γιατί η γιαγιά της, η μόνη που την είχε αγαπήσει, και που είχε πεθάνει, της είχε πει πως όταν πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχούλα πηγαίνει στα χέρια του Θεού.
Άναψε άλλο ένα σπίρτο και το φως του την τύλιξε. Εκεί μέσα στη λάμψη του στεκόταν η γιαγιά της. Μια φωτεινή και λαμπερή παρουσία με ένα γλυκό και γεμάτο αγάπη παρουσιαστικό.
"Γιαγιάκα" έκλαψε το κοριτσάκι "πάρε με μαζί σου. Ξέρω ότι θα φύγεις όταν καεί το σπίρτο. Θα εξαφανιστείς όπως η σόμπα, η ψητή χήνα και το πελώριο χριστουγεννιάτικο δέντρο."
Και με μια γρήγορη κίνηση άναψε όλο το μάτσο με τα σπίρτα για να κρατήσει τη γιαγιά της εκεί. Και τα σπίρτα έβγαλαν ένα φως που ήταν πιο λαμπερό και από αυτό του μεσημεριού. Και η γιαγιά της δεν ήταν πότε πιο μεγάλη και ομορφότερη. Πήρε το κοριτσάκι στα χέρια της και μαζί πετάξανε ψηλά στο φως και τη χαρά, μακριά από τη γη, όπου δεν υπάρχει πείνα και πόνος μιας και βρίσκονταν πια κοντά στο Θεό.
Όταν ξημέρωσε, η μικρή ήταν εκεί. Τα μαγουλάκια της ήταν χλωμά και το στοματάκι της χαμογελαστό. Το σώμα της στηριζόταν στον τοίχο. Είχε παγώσει από το κρύο το τελευταίο βράδυ του χρόνου. Και ο πρωτοχρονιάτικος ήλιος είχε βγει και έλαμπε πάνω στο μικρό νεκρό της σώμα! Είχε παγώσει ενώ ακόμα καθόταν και στο χεράκι της υπήρχαν ακόμη ένα μάτσο καμμένα σπίρτα.
"Προσπάθησε να ζεσταθεί" είπαν κάποιοι.
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι υπέροχα πράγματα είχε δει, ούτε σε τι μεγαλείο εισχώρησε με τη γιαγιά της την πρώτη μέρα του χρόνου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου